3,244,445
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητρυιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μητριά]]. | |mltxt=[[μητρυιά]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μητριά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μητρυιά:''' Δωρ. μᾱτρ-, <i>-ᾶς</i>, Ιων. [[μητρυιή]], -ῆς, ἡ, [[μητριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η [[σκληρότητα]] των μητριών ήταν [[παροιμιώδης]] (πρβλ. Λατ. injusta [[noverca]]), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ [[νεῶν]], λέγεται για επικίνδυνη [[ακτή]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |