3,274,919
edits
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μυρικιά, η (ΑΜ [[μυρίκη]], Μ και [[μυρίχη]])<br />[[θάμνος]] [[ρητινοφόρος]], [[τύπος]] της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και [[κοντά]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Εβραϊκή (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>m</i><i>ā</i><i>rar</i> «[[είμαι]] [[πικρός]]») και η [[σύνδεση]] της με [[μυρσίνη]], [[μύρτος]] και [[μύρρα]] θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την [[κατάληξη]] -<i>ίκη</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑλίκη]], [[ἀδίκη]]) [[κατά]] τον τύπο του λατ. <i>tamarix</i> «[[μυρίκη]]». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη [[μορφή]] <i>myrice</i>]. | |mltxt=και μυρικιά, η (ΑΜ [[μυρίκη]], Μ και [[μυρίχη]])<br />[[θάμνος]] [[ρητινοφόρος]], [[τύπος]] της οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις τόπους και [[κοντά]] στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. [[είναι]] [[δάνειο]] από την Εβραϊκή (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>m</i><i>ā</i><i>rar</i> «[[είμαι]] [[πικρός]]») και η [[σύνδεση]] της με [[μυρσίνη]], [[μύρτος]] και [[μύρρα]] θεωρούνται αβάσιμες. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης, που εντάχθηκε στην Ελληνική με την [[κατάληξη]] -<i>ίκη</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἑλίκη]], [[ἀδίκη]]) [[κατά]] τον τύπο του λατ. <i>tamarix</i> «[[μυρίκη]]». Η Λατινική δανείστηκε τη λ. με τη [[μορφή]] <i>myrice</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῠρίκη:''' [ῑ], ἡ, Λατ. myrīca, [[θάμνος]] που [[κυρίως]] ευδοκιμεί σε βαλτώδες [[έδαφος]] και κοντά στη [[θάλασσα]], [[αρμυρίκι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |