νεουργός: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νεουργός]]<br />ο [[ανακαινιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(II)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(III)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νεουργός]]<br />ο [[ανακαινιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(II)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(III)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, [[καινούριος]].
}}
}}