νέμω: Difference between revisions

4,359 bytes added ,  31 December 2018
5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῡ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῡ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῡν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῡτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῡ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῡ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῡ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῡν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῡτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῡ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νέμω:''' μέλ. <i>νεμῶ</i>, αόρ. αʹ [[ἔνειμα]], Επικ. [[νεῖμα]], παρακ. [[νενέμηκα]] — Μέσ., μέλ. <i>νεμοῦμαι</i>, Ιων. <i>νεμέομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνειμάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>νεμηθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐνεμήθην</i>, παρακ. <i>νενέμημαι</i>.<br /><b class="num">Α. I.</b> [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[διαμοιράζω]], λέγεται για [[φαγητό]] και ποτό, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται επίσης για θεούς, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν, σε Ομήρ. Οδ.· μοῖραν [[νέμω]] τινί, [[δείχνω]] σε κάποιον τον οφειλόμενο σεβασμό, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται</i>, απονέμεται ελεύθερα σ' αυτούς, σε Ηρόδ.· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, λέγεται για διανεμημένες μερίδες κρέατος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, και [[επομένως]], έχω σαν μερίδιό μου, [[κατέχω]], [[απολαμβάνω]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[διαμένω]], [[κατοικώ]], στον ίδ.· απόλ., [[διαμένω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξοδεύω]], [[διέρχομαι]], περνώ (λέγεται για τον χρόνο), <i>αἰῶνα</i>, <i>ἡμέραν</i>, σε Πίνδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Ενεργ. με [[σημασία]] όπως στη Μέσ., [[κρατώ]], [[κατέχω]], έχω· <i>γῆν</i>, <i>χώραν</i>, <i>πόλιν</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για τόπους, κατοικούμαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λέγεται για [[χώρα]], συντηρούμαι, οικούμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> έχω τη [[διακυβέρνηση]], [[διοικώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· [[νέμω]] οἴακα, [[κρατώ]] [[τιμόνι]], [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], σε Αισχύλ.· [[νέμω]] ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, [[στηρίζω]] τη δύναμή μου στα σκήπτρα, στον ίδ.· <i>νέμωγλῶσσαν</i>, [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> όπως το [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[παραδέχομαι]]· σὲ [[νέμω]] θεόν, σε Σοφ.· <i>προστάτην νέμειν τινά</i>, [[διαλέγω]] κάποιον σαν προστάτη μου, σε Αριστ. <b>Β. I. 1.</b> λέγεται για βοσκούς, [[βόσκω]], [[τρέφω]] κοπάδια, τα [[οδηγώ]] στη [[βοσκή]], τα [[φροντίζω]], Λατ. pascere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.· μεταφ., [[νέμω]] χόλον, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για [[κοπάδι]], τρέφομαι, δηλ. [[πηγαίνω]] στη [[βοσκή]], [[βόσκω]], Λατ. pasci, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφομαι με [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για ανθρώπους, [[τρώω]], σε Σοφ.· λέγεται και για [[φωτιά]], [[κατακαίω]], [[κατατρώγω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για καρκινοειδή έλκη, εξαπλώνομαι· ἐνέμετο [[πρόσω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. τόπου, <i>ὄρη νέμειν</i>, [[βόσκω]] στους λόφους (το [[κοπάδι]] μου), σε Ξεν. — Παθ., (τὸ [[ὄρος]]) <i>νέμεται βουσί</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>πυρὶ νέμειν πόλιν</i>, [[παραδίδω]] την πόλη στις φλόγες και την [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>πυρὶ χθὼν νέμεται</i>, η γη κατατρώγεται από τη [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}