μυριόδους: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=[[μυριόδους]], ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «[[μυριόδους]] [[ἐλέφας]]», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>όδους</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
}}
}}