ναυμαχέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />combattre sur mer : τινι, [[πρός]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ναύμαχος]].
|btext=-ῶ :<br />combattre sur mer : τινι, [[πρός]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ναύμαχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναυμᾰχέω:''' ([[ναύμαχος]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μάχομαι]] με [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], εμπλέκομαι σε [[ναυμαχία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· [[ναυμαχέω]] τὴνπερὶ [[τῶν]] [[κρεῶν]], [[μάχομαι]] για τις σορούς των [[νεκρών]] της ναυμαχίας (δηλ. των Αργινουσών), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[κάτι]]· <i>κακοῖς</i>, στον ίδ.
}}
}}