μισθοφορέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I. 1</b> recevoir un salaire, une solde : [[παρά]] τινος de qqn;<br /><b>2</b> recevoir une solde militaire, être soldat, servir : τινί <i>ou</i> [[παρά]] τινι être à la solde de qqn;<br /><b>II.</b> rapporter un salaire, procurer un revenu <i>en parl. d’une propriété</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I. 1</b> recevoir un salaire, une solde : [[παρά]] τινος de qqn;<br /><b>2</b> recevoir une solde militaire, être soldat, servir : τινί <i>ou</i> [[παρά]] τινι être à la solde de qqn;<br /><b>II.</b> rapporter un salaire, procurer un revenu <i>en parl. d’une propriété</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μισθοφόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, <b>1. α)</b> είμαι [[μισθοφόρος]], [[λαμβάνω]] [[μισθό]] ή [[πληρωμή]] για [[εκτέλεση]] δημόσιας υπηρεσίες, [[παρέχω]] δημόσια [[υπηρεσία]] επί [[πληρωμή]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] ως [[πληρωμή]], [[τρεῖς]] δραχμάς, σε Αριστοφ. <b>β)</b> λέγεται για μισθοφόρους στρατιώτες, στον ίδ., σε Θουκ.· <i>μισθοφορῶ τινι</i>, σε Ξεν.· <i>μισθοφορῶ ἐν τοῖς ἀδυνάτοις</i>, σαν να ήταν [[φτωχός]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσφέρω]] [[ενοίκιο]] ή [[κέρδος]], μισθοφοροῦσα [[οἰκία]], σε Ισαίο· [[ζεῦγος]] ἢ [[ἀνδράποδον]] μισθοφοροῦν, σε Ξεν. — Παθ., προσφέρομαι να γίνω [[μισθωτός]], στον ίδ.
}}
}}