3,274,159
edits
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυμφίος]], Μ και [[νύμφιος]])<br /><b>1.</b> αυτός που νυμφεύεται, ο [[γαμπρός]] («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι νυμφίοι</i><br />οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο [[ζευγάρι]] («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[Χριστός]], για να δηλωθεί η συμβολική του [[ένωση]] με την Εκκλησία («ἰδοὺ ὁ [[νυμφίος]] ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός», Ακολ. Μεγ. Δευτ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μνηστήρας]]<br /><b>2.</b> [[εραστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σύζυγος]] της κόρης κάποιου, ο [[γαμπρός]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γόμφος]]: [[γομφίος]]). Είναι χαρακτηριστικό ότι το όν. που δηλώνει τον γαμπρό, [[άτομο]] αρσενικού γένους, παράγεται εδώ από όν. θηλυκού γένους (<b>πρβλ.</b> [[μητριά]]—[[μητριός]], [[πεθερά]] -[[πεθερός]])]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[νυμφίος]], Μ και [[νύμφιος]])<br /><b>1.</b> αυτός που νυμφεύεται, ο [[γαμπρός]] («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι νυμφίοι</i><br />οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο [[ζευγάρι]] («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[Χριστός]], για να δηλωθεί η συμβολική του [[ένωση]] με την Εκκλησία («ἰδοὺ ὁ [[νυμφίος]] ἔρχεται ἐν τῷ μέσω τῆς νυκτός», Ακολ. Μεγ. Δευτ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μνηστήρας]]<br /><b>2.</b> [[εραστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[σύζυγος]] της κόρης κάποιου, ο [[γαμπρός]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γόμφος]]: [[γομφίος]]). Είναι χαρακτηριστικό ότι το όν. που δηλώνει τον γαμπρό, [[άτομο]] αρσενικού γένους, παράγεται εδώ από όν. θηλυκού γένους (<b>πρβλ.</b> [[μητριά]]—[[μητριός]], [[πεθερά]] -[[πεθερός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυμφίος:''' ὁ ([[νύμφη]])·<br /><b class="num">I.</b> [[γαμπρός]], αυτός που έχει παντρευτεί, [[νιόπαντρος]] [[άνδρας]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., <i>τοῖς νεωστὶ νυμφίοις</i>, στο νυφικό [[ζευγάρι]], στους νεονύμφους, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[νύμφιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, [[νυφικός]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |