μυστίλη: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυστίλη]], ἡ (Α)<br />[[τεμάχιο]] άρτου, [[κόρα]] ψωμιού, στο οποίο έδιναν [[σχήμα]] κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μυστίλη]], <i>που</i> [[είναι]] αρχαιότερος από τον τ. [[μύστρον]], έχει [[επίθημα]] -<i>ίλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζωμ</i>-<i>ίλη</i>, <i>στροβ</i>-<i>ίλη</i>) και φαίνεται ότι παράγεται από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό <i>μυστον</i>, -<i>ος</i>. Ο τ. [[μύστρον]] [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>τρον</i>, που χαρακτηρίζει ονόματα οργάνων (<b>πρβλ.</b> <i>λύ</i>-<i>τρον</i>, <i>φίμω</i>-<i>τρον</i>). Η [[άποψη]] ότι το [[θέμα]] τών τ. συνδέεται με το ρ. [[μύζω]] (Ι) «ρουφώ» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[καθώς]] δεν μπορεί να αιτιολογηθεί το -<i>στ</i>- του <i>μυστ</i>-<i>ίλη</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. με τις λ. [[μύσταξ]] και [[μάσταξ]] δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=[[μυστίλη]], ἡ (Α)<br />[[τεμάχιο]] άρτου, [[κόρα]] ψωμιού, στο οποίο έδιναν [[σχήμα]] κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μυστίλη]], <i>που</i> [[είναι]] αρχαιότερος από τον τ. [[μύστρον]], έχει [[επίθημα]] -<i>ίλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζωμ</i>-<i>ίλη</i>, <i>στροβ</i>-<i>ίλη</i>) και φαίνεται ότι παράγεται από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό <i>μυστον</i>, -<i>ος</i>. Ο τ. [[μύστρον]] [[είναι]] [[υστερογενής]], σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>τρον</i>, που χαρακτηρίζει ονόματα οργάνων (<b>πρβλ.</b> <i>λύ</i>-<i>τρον</i>, <i>φίμω</i>-<i>τρον</i>). Η [[άποψη]] ότι το [[θέμα]] τών τ. συνδέεται με το ρ. [[μύζω]] (Ι) «ρουφώ» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[καθώς]] δεν μπορεί να αιτιολογηθεί το -<i>στ</i>- του <i>μυστ</i>-<i>ίλη</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. με τις λ. [[μύσταξ]] και [[μάσταξ]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυστίλη:''' [ῑ], ἡ, [[κομμάτι]] ψωμιού που χρησιμοποιείτο για να τρώγονται μ' αυτό η [[σούπα]] ή ο [[ζωμός]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
}}
}}