ξιφηφόρος: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξιφηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[ξιφοφόρος]], [[στρατιώτης]]<br />β) [[είδος]] κομήτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[αντί]] του -<i>ο</i> για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=[[ξιφηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> οπλισμένος με [[ξίφος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) [[ξιφοφόρος]], [[στρατιώτης]]<br />β) [[είδος]] κομήτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- ([[αντί]] του -<i>ο</i> για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), οπλισμένος με [[ξίφος]], αυτός που κρατάει [[ξίφος]], [[ξιφομάχος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}