ξηραλοιφέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se frotter d’huile à sec (<i>càd</i> sans s’être baigné) comme les athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἀλοιφή]].
|btext=-ῶ :<br />se frotter d’huile à sec (<i>càd</i> sans s’être baigné) comme les athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἀλοιφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξηρᾰλοιφέω:''' ([[ἀλείφω]]), [[κυρίως]] [[αλείφω]] στεγνή [[επιδερμίδα]] με [[λάδι]], [[χωρίς]] να έχει προηγηθεί η [[χρήση]] λουτρού, προκειμένου να μαλακώσουν τα [[μέλη]] του σώματος· [[τεχνικός]] όρος των παλαιστών, σε Νόμ. [[παρά]] Πλουτ., σε Αισχίν.
}}
}}