ὀδυνήφατος: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδυνήφατος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει την [[οδύνη]], που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]] ἠκέσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>, <i>πυρί</i>-<i>φατος</i>. Το σύνθετο αυτό [[είναι]] το μοναδικό όπου το β' συνθετικό έχει ενεργητική σημ.].
|mltxt=[[ὀδυνήφατος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει την [[οδύνη]], που απαλλάσσει κάποιον από τον πόνο («ὀδυνήφατα φάρμακα [[πάσσων]] ἠκέσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδύνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>, <i>πυρί</i>-<i>φατος</i>. Το σύνθετο αυτό [[είναι]] το μοναδικό όπου το β' συνθετικό έχει ενεργητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδῠνήφατος:''' -ον (πέφαται), γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του *[[φένω]]),· [[παυσίπονος]], δηλ. αυτός που σκοτώνει, ηρεμεί τον πόνο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}