3,274,198
edits
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον [[άλλο]] («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] [[κατά]] τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον [[άλλο]] ως [[προς]] τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα, ο όμοιος («εἴς τινα [[ἄλλην]] ὁμότροπον ταύταις λειτουργίαν», Αιν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που παρουσιάζει τον ίδιο τροπισμό με άλλον<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) αυτός που αναφέρεται σε δύο περιοχές ενός πεδίου τέτοιες ώστε να μπορούμε να περάσουμε από τη μια στην [[άλλη]] με έναν συνεχή μετασχηματισμό, [[χωρίς]] να βγούμε έξω από το [[πεδίο]] αυτό<br />β) <b>φρ.</b> «ομότροπη [[περιοχή]] μηδενός» — [[περιοχή]] την οποία μπορούμε να υποβιβάσουμε [[έτσι]] ώστε να καταστεί σημειακή, [[χωρίς]] να εξέλθουμε από το [[πεδίο]] του ορισμού της<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιογενής]], [[ομοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοτρόπως</i> (Α)<br />με τον ίδιο τρόπο, όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τροπος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homotropous</i>]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον [[άλλο]] («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] [[κατά]] τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον [[άλλο]] ως [[προς]] τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα, ο όμοιος («εἴς τινα [[ἄλλην]] ὁμότροπον ταύταις λειτουργίαν», Αιν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που παρουσιάζει τον ίδιο τροπισμό με άλλον<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> α) αυτός που αναφέρεται σε δύο περιοχές ενός πεδίου τέτοιες ώστε να μπορούμε να περάσουμε από τη μια στην [[άλλη]] με έναν συνεχή μετασχηματισμό, [[χωρίς]] να βγούμε έξω από το [[πεδίο]] αυτό<br />β) <b>φρ.</b> «ομότροπη [[περιοχή]] μηδενός» — [[περιοχή]] την οποία μπορούμε να υποβιβάσουμε [[έτσι]] ώστε να καταστεί σημειακή, [[χωρίς]] να εξέλθουμε από το [[πεδίο]] του ορισμού της<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[κοινή]] [[καταγωγή]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιογενής]], [[ομοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοτρόπως</i> (Α)<br />με τον ίδιο τρόπο, όμοια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τροπος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homotropous</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμότροπος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει ίδιες συνήθειες ή ίδιο τρόπο ζωής, σε Πλάτ.· ως ουσ., <i>οἱὁμότροποί τινος</i>, συνδαιτυμόνες κάποιου, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> όμοιος, [[ομοειδής]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |