ὀλιγαρχικός: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀλιγαρχικός]], -ή, -όν) [[ολιγαρχία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο [[οπαδός]] της ολιγαρχίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ολιγαρχικό [[πολίτευμα]]» — η [[ολιγαρχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολιγαρχικός]] και -<i>ά</i> (Α ὀλιγαρχικῶς)<br />με ολιγαρχικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀλιγαρχικός]], -ή, -όν) [[ολιγαρχία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ολιγαρχία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφορείται από ολιγαρχικά φρονήματα, ο [[οπαδός]] της ολιγαρχίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ολιγαρχικό [[πολίτευμα]]» — η [[ολιγαρχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολιγαρχικός]] και -<i>ά</i> (Α ὀλιγαρχικῶς)<br />με ολιγαρχικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγαρχικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[ολιγαρχικός]], αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή είναι [[παρόμοιος]] με την [[ολιγαρχία]], ὀλιγαρχικὸς [[κόσμος]], σε Θουκ., Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ρέπει σε ολιγαρχικές απόψεις, σε Πλάτ.
}}
}}