νεοχάρακτος: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοχάρακτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[μόλις]] χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[νεοχάρακτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[μόλις]] χαράχθηκε («μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάραχθ'», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοχάρακτος:''' -ον ([[χαράσσω]]), αυτός που έχει χαρακτεί πρόσφατα, σε Σοφ.
}}
}}