ὁμόφυλος: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφυλος]], -ον)<br />αυτός που κατάγεται από την [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομοεθνής]] («[[μόνος]] γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[φύλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] ή στο ίδιο [[είδος]] («τὰς δὲ ὁμοφύλους ὄρνιθας ἐξαπατάν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμόφυλον</i><br />[[ομοφυλία]], [[συγγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλλό</i>-<i>φυλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόφυλος]], -ον)<br />αυτός που κατάγεται από την [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομοεθνής]] («[[μόνος]] γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[φύλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο ίδιο [[γένος]] ή στο ίδιο [[είδος]] («τὰς δὲ ὁμοφύλους ὄρνιθας ἐξαπατάν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὁμόφυλον</i><br />[[ομοφυλία]], [[συγγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλλό</i>-<i>φυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόφῡλος:''' -ον ([[φῦλον]]), αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[φυλή]] ή το ίδιο [[γένος]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ ὁμόφυλοι</i>, εκείνοι που ανήκουν στην [[ίδια]] [[φυλή]], σε Ξεν.· <i>φιλίαὁμ</i>., [[φιλία]] μ' εκείνους που ανήκουν στο ίδιο [[γένος]], που έχουν την [[ίδια]] [[καταγωγή]], σε Ευρ.· τὸ ὁμόφυλον = [[ὁμοφυλία]], στον ίδ.· <i>τὸ μὴ ὁμόφυλον</i>, πόλη που κατοικείται από διαφορετικές φυλές, σε Αριστ.
}}
}}