ὀρυμαγδός: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρυμαγδός]])<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ισχυρός]] [[κρότος]], [[πολύηχος]] [[δυνατός]] [[θόρυβος]] που προκαλείται από [[πλήθος]] ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και [[εκεί]], [[οχλοβοή]], [[χαλασμός]] κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θόρυβος]] που προκαλείται από [[δέσμη]] ξύλων τα οποία ρίχνονται [[καταγής]] («ὄβριμον [[ἄχθος]] ὕλης ἀζαλέης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] χειμάρρου που χύνεται από [[βουνό]] ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> όγκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. με [[επίθημα]] -<i>δος</i> (<b>πρβλ.</b> [[άραδος]], [[κέλαδος]], [[χρόμαδος]]). Το θ. [[αλλά]] και η σημ. της λέξης οδηγούν στη [[σύνδεση]] της με την [[οικογένεια]] τών [[ἐρεύγομαι]] (II) «[[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]]» και [[ὠρύομαι]]. Η [[σύνδεση]] αυτή φαίνεται πιο [[καθαρά]] στον παράλληλο αθέματο τ. [[ὀρυγμάδες]]<br /><i>θόρυβοι</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρυγ</i>-<i>μός</i>, <b>πρβλ.</b> [[ερύγμηλος]]). Ο τ. [[ὀρυμαγδός]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>ὀρυγ</i>-<i>αδμός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρυγ</i>-<i>άζω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρυγ</i>-, με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ο</i>- [[αντί]] τών <i>ε</i>- και <i>ω</i>- τών [[ἐρεύγομαι]] και [[ὠρύομαι]]) με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων κατ' [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>δος</i>].
|mltxt=ο (Α [[ὀρυμαγδός]])<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ισχυρός]] [[κρότος]], [[πολύηχος]] [[δυνατός]] [[θόρυβος]] που προκαλείται από [[πλήθος]] ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και [[εκεί]], [[οχλοβοή]], [[χαλασμός]] κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θόρυβος]] που προκαλείται από [[δέσμη]] ξύλων τα οποία ρίχνονται [[καταγής]] («ὄβριμον [[ἄχθος]] ὕλης ἀζαλέης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] χειμάρρου που χύνεται από [[βουνό]] ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> όγκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. με [[επίθημα]] -<i>δος</i> (<b>πρβλ.</b> [[άραδος]], [[κέλαδος]], [[χρόμαδος]]). Το θ. [[αλλά]] και η σημ. της λέξης οδηγούν στη [[σύνδεση]] της με την [[οικογένεια]] τών [[ἐρεύγομαι]] (II) «[[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]]» και [[ὠρύομαι]]. Η [[σύνδεση]] αυτή φαίνεται πιο [[καθαρά]] στον παράλληλο αθέματο τ. [[ὀρυγμάδες]]<br /><i>θόρυβοι</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρυγ</i>-<i>μός</i>, <b>πρβλ.</b> [[ερύγμηλος]]). Ο τ. [[ὀρυμαγδός]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>ὀρυγ</i>-<i>αδμός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρυγ</i>-<i>άζω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρυγ</i>-, με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ο</i>- [[αντί]] τών <i>ε</i>- και <i>ω</i>- τών [[ἐρεύγομαι]] και [[ὠρύομαι]]) με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων κατ' [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>δος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρῠμαγδός:''' ὁ, [[δυνατός]] [[θόρυβος]], [[βρόντος]], [[πάταγος]], σε Όμηρ.· <i>ὀρυμαγδὸς δρυτόμων</i>, [[θόρυβος]] που προκαλούν ξυλοκόποι, σε Ομήρ. Ιλ.· [[κρότος]] που προκαλείται από τη [[ρίψη]] ενός δεματιού ξύλων στο [[έδαφος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη [[βοή]] του χειμάρρου, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
}}