3,274,216
edits
(28) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμαλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[επιφάνεια]]) αυτός που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, που δεν παρουσιάζει ανομοιομορφίες ή ανωμαλίες, [[επίπεδος]]<br /><b>2.</b> (για [[κίνηση]]) [[ομοιόμορφος]], [[συμμετρικός]] («ὁμαλὴ [[αἰώρησις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από περιπέτειες και διαταραχές, [[ήρεμος]]<br />(α. «[[ομαλός]] [[ποδοσφαιρικός]] [[αγώνας]]» β. «τήν τε κατάστασιν δικαίην παρέχοι καὶ ὁμαλήν», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[κανονικός]], [[συνηθισμένος]] («ὁμαλὸν ἤσκησεν βίον», Κλημ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σύμφωνος]] με τους γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες («ομαλή [[κλίση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις, [[φυσιολογικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανώμαλο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ομαλά</i><br />με ομαλό τρόπο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ομαλή [[κίνηση]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[κίνηση]] [[κατά]] την οποία η [[ταχύτητα]] του κινητού έχει σταθερό [[μέτρο]], δηλ. μηδενική [[επιτάχυνση]], και η οποία διακρίνεται σε ευθύγραμμη, όταν η [[διεύθυνση]] της ταχύτητας [[είναι]] σταθερή, και σε καμπυλόγραμμη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομαλό</i>(<i>ν</i>)<br />[[σύμβολο]] της βυζαντινής παρασημαντικής, σημαντόφωνο ποιότητας που υποδεικνύει στον ψάλτη-ερμηνευτή να εκτελέσει έναν τραχύ λαρυγγισμό [[κατά]] την [[εκφορά]] ενός φθόγγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υποστάθμη]]) [[ομοιόμορφος]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> (για ήχο φωνής) [[μαλακός]], [[απαλός]] («τὴν δὲ [φωνὴν] ὁμαλήν τε καὶ λείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον έρωτα) απαλλαγμένος από έριδες («εἴθ' ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶϊν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει [[τίποτε]] το αξιοσημείωτο, [[συνήθης]], [[κοινός]] («[[οὔτε]] [[κάκιστος]], [[οὔτε]] πρᾱτος [[ἴσως]], ὁμαλὸς δὲ τις ὁ στρατιώτας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] σε [[ποσότητα]], [[ισόποσος]] («ὁμαλώτεραι ἅν αἱ οὐσίαι [[εἶεν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] κοινωνική [[τάξη]], όμοιος κοινωνικά («ἐμοὶ δ' ὅτῳ μὲν ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[ἄφοβος]] [οὐ [[δέδια]]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επίπεδο [[έδαφος]], [[πεδιάδα]], [[ίσωμα]] («καὶ ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῑσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[συμμετρία]], [[κανονικότητα]] («τὸ ὁμαλὸν καὶ σύμμετρον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) (για [[ήθος]]) [[συνέπεια]], [[ευστάθεια]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὁμαλοῡ» <br />α) με όμοιο τρόπο<br />β) επί [[πλέον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομαλώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ [[ὁμαλῶς]])<br />με ομαλό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξίσου]] («τῶν μὲν ὅπλων ἅπαντες [[ὁμαλῶς]] ἐστερήθησαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ισομετρία]], με [[ομοιομορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ομός]]]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὁμαλός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[επιφάνεια]]) αυτός που δεν έχει εσοχές ή εξοχές, που δεν παρουσιάζει ανομοιομορφίες ή ανωμαλίες, [[επίπεδος]]<br /><b>2.</b> (για [[κίνηση]]) [[ομοιόμορφος]], [[συμμετρικός]] («ὁμαλὴ [[αἰώρησις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> απαλλαγμένος από περιπέτειες και διαταραχές, [[ήρεμος]]<br />(α. «[[ομαλός]] [[ποδοσφαιρικός]] [[αγώνας]]» β. «τήν τε κατάστασιν δικαίην παρέχοι καὶ ὁμαλήν», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> [[κανονικός]], [[συνηθισμένος]] («ὁμαλὸν ἤσκησεν βίον», Κλημ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[σύμφωνος]] με τους γραμματικούς και τους συντακτικούς κανόνες («ομαλή [[κλίση]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει ανώμαλες σεξουαλικές ορέξεις, [[φυσιολογικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ανώμαλο<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ομαλά</i><br />με ομαλό τρόπο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ομαλή [[κίνηση]]»<br />(φυσ.-τεχνολ.) [[κίνηση]] [[κατά]] την οποία η [[ταχύτητα]] του κινητού έχει σταθερό [[μέτρο]], δηλ. μηδενική [[επιτάχυνση]], και η οποία διακρίνεται σε ευθύγραμμη, όταν η [[διεύθυνση]] της ταχύτητας [[είναι]] σταθερή, και σε καμπυλόγραμμη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομαλό</i>(<i>ν</i>)<br />[[σύμβολο]] της βυζαντινής παρασημαντικής, σημαντόφωνο ποιότητας που υποδεικνύει στον ψάλτη-ερμηνευτή να εκτελέσει έναν τραχύ λαρυγγισμό [[κατά]] την [[εκφορά]] ενός φθόγγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υποστάθμη]]) [[ομοιόμορφος]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]]<br /><b>2.</b> (για ήχο φωνής) [[μαλακός]], [[απαλός]] («τὴν δὲ [φωνὴν] ὁμαλήν τε καὶ λείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τον έρωτα) απαλλαγμένος από έριδες («εἴθ' ὁμαλοὶ πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶϊν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που δεν έχει [[τίποτε]] το αξιοσημείωτο, [[συνήθης]], [[κοινός]] («[[οὔτε]] [[κάκιστος]], [[οὔτε]] πρᾱτος [[ἴσως]], ὁμαλὸς δὲ τις ὁ στρατιώτας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[περιουσία]]) [[ίσος]] σε [[ποσότητα]], [[ισόποσος]] («ὁμαλώτεραι ἅν αἱ οὐσίαι [[εἶεν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] κοινωνική [[τάξη]], όμοιος κοινωνικά («ἐμοὶ δ' ὅτῳ μὲν ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[ἄφοβος]] [οὐ [[δέδια]]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) επίπεδο [[έδαφος]], [[πεδιάδα]], [[ίσωμα]] («καὶ ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῑσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[συμμετρία]], [[κανονικότητα]] («τὸ ὁμαλὸν καὶ σύμμετρον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) (για [[ήθος]]) [[συνέπεια]], [[ευστάθεια]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὁμαλοῡ» <br />α) με όμοιο τρόπο<br />β) επί [[πλέον]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομαλώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ [[ὁμαλῶς]])<br />με ομαλό τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />σύμφωνα με τους γραμματικούς κανόνες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εξίσου]] («τῶν μὲν ὅπλων ἅπαντες [[ὁμαλῶς]] ἐστερήθησαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ισομετρία]], με [[ομοιομορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ομός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμᾰλός:''' -ή, -όν ([[ὁμός]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για [[επιφάνεια]], [[επίπεδος]], [[ισόπεδος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· <i>ἐν τῷ ὁμαλῷ</i>, σε ομαλό [[έδαφος]], σε Θουκ.· <i>ὁμαλώτατον</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για περιστάσεις, αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, [[ισοδύναμος]], [[κανονικός]], [[ισόσταθμος]], ὁμαλὸς ὁ [[γάμος]], [[γάμος]] με [[άτομο]] της ίδιας κοινωνικής τάξης, σε Αισχύλ.· <i>ὁμαλοὶ ἔρωτες</i>, σε Θεόκρ.· <i>ἀλλάλοις ὁμαλοί</i>, στο ίδιο επίπεδο [[μεταξύ]] τους, ισοδύναμοι, όμοιοι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που ανήκει στον [[μέσο]] όρο, [[συνήθης]], [[κοινός]], ὁμαλὸς [[στρατιώτης]], [[τυπικό]] είδος στρατιώτη, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[ὁμαλῶς]], ευθυγραμμισμένα, ομαλά, [[ὁμαλῶς]] βαίνειν, [[βάδισμα]] σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], σε Θουκ.· [[ὁμαλῶς]] προϊέναι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ομοιόμορφα, [[εξίσου]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |