πάθη: Difference between revisions

505 bytes added ,  31 December 2018
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάθη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η παθητική [[κατάσταση]], η [[κατάσταση]] δηλ. [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] υφίσταται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το [[συμβάν]], η [[περιπέτεια]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], [[πάθημα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πάθαι</i><br />οι ασθένειες, οι παθήσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[πάθη]] τῶν ὀφθαλμῶν» — η [[τύφλωση]]<br />β) «ἡ τοῡ πνίγους [[πάθη]]» — η [[ασφυξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăθ</i>- του [[πάσχω]]].
|mltxt=[[πάθη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η παθητική [[κατάσταση]], η [[κατάσταση]] δηλ. [[κατά]] την οποία [[κάποιος]] υφίσταται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> το [[συμβάν]], η [[περιπέτεια]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμφορά]], [[πάθημα]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πάθαι</i><br />οι ασθένειες, οι παθήσεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[πάθη]] τῶν ὀφθαλμῶν» — η [[τύφλωση]]<br />β) «ἡ τοῡ πνίγους [[πάθη]]» — η [[ασφυξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του [[πάθος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πăθ</i>- του [[πάσχω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάθη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> παθητική [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· [[τὰς]] [[ἐκεῖ]] πάθας, αυτό που έγινε [[εκεί]], σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν [[ἑωυτοῦ]] [[πάθη]], όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> = [[πάθημα]], σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ [[πάθη]] [[τῶν]] ὀφθαλμῶν, [[τυφλότητα]], σε Ηρόδ.
}}
}}