ὀξύφθογγος: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύφθογγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, [[οξύφωνος]] («ὀξύφθογγον [[εἶναι]] μουσικὸν [[ὄργανον]] τὴν σαμβύκην», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>φθογγος</i>)].
|mltxt=[[ὀξύφθογγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, [[οξύφωνος]] («ὀξύφθογγον [[εἶναι]] μουσικὸν [[ὄργανον]] τὴν σαμβύκην», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>φθογγος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύφθογγος:''' -ον, = [[ὀξύφωνος]], σε Ανθ.
}}
}}