3,277,286
edits
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς. | |mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παλτός:''' -ή, -όν ([[πάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> παλλόμενος, εκσφενδονισμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[παλτόν]], <i>τό</i>, ελαφρύ [[δόρυ]] του ιππικού των Περσών, σε Ξεν. | |||
}} | }} |