παρήγορος: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παρήγορος]] και δωρ. τ. παράγορος, -ον, Α<br />αυτός που απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο και επιφέρει [[ηρεμία]] και [[αισιοδοξία]] στην [[ψυχή]], [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική [[κατάσταση]] («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παρήγορος]]<br />αυτός που ενθαρρύνει ή ενισχύει κάποιον<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Παρήγορος</i><br />[[προσωποποίηση]] θεότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Το συνθ. αυτό, όπως και άλλα συνθ. σε -<i>ήγορος</i>, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. της λ. [[αγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] τη σημ. του [[αγορεύω]] «[[μιλώ]]»].
|mltxt=-η, -ο / [[παρήγορος]] και δωρ. τ. παράγορος, -ον, Α<br />αυτός που απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο και επιφέρει [[ηρεμία]] και [[αισιοδοξία]] στην [[ψυχή]], [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική [[κατάσταση]] («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῡ», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παρήγορος]]<br />αυτός που ενθαρρύνει ή ενισχύει κάποιον<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Παρήγορος</i><br />[[προσωποποίηση]] θεότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Το συνθ. αυτό, όπως και άλλα συνθ. σε -<i>ήγορος</i>, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. της λ. [[αγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] τη σημ. του [[αγορεύω]] «[[μιλώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρήγορος:''' Δωρ. παρ-ᾱγ-, -ον ([[ἀγορεύω]]), [[παρήγορος]], [[παρηγορητικός]], [[ενθαρρυντικός]], και ως ουσ., [[παρηγορητής]], σε Σοφ.
}}
}}