παλίντροπος: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίντροπος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που στρέφεται [[προς]] τα [[πίσω]], [[προς]] την αντίθετη [[κατεύθυνση]], [[παλίνδρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («[[παλίντροπος]] κέλευθον ἕρπεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το αντίθετο [[μέρος]], [[ενάντιος]], [[αντίθετος]] («παλίντροπον ποιῆσαι τὴν μάχην», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταβάλλει [[γνώμη]] εύκολα, ταλαντευόμενος, [[άστατος]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί σε κάποιον [[έξαρση]] της φαντασίας<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίντροπον</i><br />το ευμετάβλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>τροπος</i>].
|mltxt=[[παλίντροπος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που στρέφεται [[προς]] τα [[πίσω]], [[προς]] την αντίθετη [[κατεύθυνση]], [[παλίνδρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («[[παλίντροπος]] κέλευθον ἕρπεις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το αντίθετο [[μέρος]], [[ενάντιος]], [[αντίθετος]] («παλίντροπον ποιῆσαι τὴν μάχην», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μεταβάλλει [[γνώμη]] εύκολα, ταλαντευόμενος, [[άστατος]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί σε κάποιον [[έξαρση]] της φαντασίας<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παλίντροπον</i><br />το ευμετάβλητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>τροπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίντροπος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που είναι στραμμένος [[πίσω]], απεστραμμένος, αυτός που έχει αποσοβηθεί, Λατ. [[retortus]], <i>παλίντροπα ὄμματα</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που γυρίζει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}