παρέχω: Difference between revisions

4,603 bytes added ,  31 December 2018
5
(31)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[εγχειρίζω]] («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] (α. «η [[παρουσία]] σου μάς παρέχει [[ευχαρίστηση]]» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] (α. «[[παρέχω]] υλική και [[ηθική]] [[βοήθεια]]» β. «η [[μόρφωση]] παρέχει [[δύναμη]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παράσχου Κύριε»<br /><b>εκκλ.</b> δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυσικά]] στοιχεία) [[παράγω]], [[αποφέρω]] («[[θάλασσα]] δὲ παρέχει ἰχθῡς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... [[γάλα]] [[θῆσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]], του [[αποδίδω]] μια [[ιδιότητα]] («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] ως, [[παρουσιάζομαι]] σαν να έχω μία [[ιδιότητα]] («[[παρέχω]] ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]] το [[δικαίωμα]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>παρέχει</i> (<i>τινί</i>)<br />[[είναι]] δυνατόν [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]], μπορεί [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) <i>παρέχον</i><br />εφόσον μπορεί [[κανείς]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) <i>παρασχόν</i><br />[[αφού]] κατέστη δυνατόν να...<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρέχομαι</i><br />α) [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]] κάποιον από τα δικά μου [[υπάρχοντα]]<br />β) [[σχηματίζω]] («παρέχεται λίμνην ὁ [[πόντος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) [[επιδεικνύω]] («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω<br />ε) [[παρουσιάζω]] κάποιον να έχει μια [[ιδιότητα]] («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) (για πρέσβεις) [[αντιπροσωπεύω]]<br />ζ) [[υπόσχομαι]]<br />η) (με αριθμητικό) [[ανέρχομαι]], [[συμποσούμαι]] σε...<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρέχω]] δόξαν τινός» — [[φαίνομαι]] ή [[μοιάζω]] σαν...<br />β) «[[παρέχω]] πίστιν τινί» — [[δίνω]] αποδείξεις, [[πιστοποιώ]]<br />γ) «σιγὴν [[παρέχω]]» — [[σιωπώ]], [[παύω]]<br />δ) «[[παρέχω]] ἡσυχίαν» — [[ησυχάζω]], [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br />ε) «[[παρέχω]] έμαυτόν τινι»<br />i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό<br />ii) υποτάσσομαι<br />iii) (για [[γυναίκα]]) εκδίδομαι<br />στ) «[[παρέχω]] [[ἔργον]]» — [[προκαλώ]] κόπο, [[κούραση]]<br />ζ) «[[παρέχω]] ἐργασίαν» — [[επιφέρω]] κόπους ή ενοχλήσεις, [[κουράζω]]<br />η) «[[παρέχω]] κόπους» — [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br />θ) «[[παρέχω]] πράγματα» — [[προξενώ]] δυσχέρειες σε κάποιον<br />ι) «[[παρέχω]] τινί αἴσθησίν τίνος» — [[επισύρω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[κάνω]] κάποιον να παρατηρήσει [[κάτι]]<br />ια) «[[παρέχω]] αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]], [[αντιληπτός]]<br />ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»<br />(ως [[δικανικός]] όρος) [[προσάγω]], [[φέρνω]] μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ιγ) «παρέχομαι [[τεκμήριον]]» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — [[παρουσιάζω]] αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br />ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε [[τόπο]], πήγαινε από 'δω<br />ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — [[μαντεύω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[εγχειρίζω]] («δῶρα μέν, αἰ κ' ἐθέλησθα, παρασχέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηθεύω]], [[χορηγώ]]<br /><b>3.</b> [[προξενώ]], [[προκαλώ]] (α. «η [[παρουσία]] σου μάς παρέχει [[ευχαρίστηση]]» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσφέρω]] (α. «[[παρέχω]] υλική και [[ηθική]] [[βοήθεια]]» β. «η [[μόρφωση]] παρέχει [[δύναμη]]»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «παράσχου Κύριε»<br /><b>εκκλ.</b> δώσε Κύριε, στείλε θεέ μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φυσικά]] στοιχεία) [[παράγω]], [[αποφέρω]] («[[θάλασσα]] δὲ παρέχει ἰχθῡς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[κάτι]] για έναν συγκεκριμένο σκοπό («παρέχουσι... [[γάλα]] [[θῆσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]], του [[αποδίδω]] μια [[ιδιότητα]] («τὴν διέξοδόν oἱ ἀσφαλέα παρασχεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] ως, [[παρουσιάζομαι]] σαν να έχω μία [[ιδιότητα]] («[[παρέχω]] ἐμαυτὸν ὁσιον καὶ δίκαιον», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]] το [[δικαίωμα]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>παρέχει</i> (<i>τινί</i>)<br />[[είναι]] δυνατόν [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]], μπορεί [[κάποιος]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον ενώπιον κάποιου («παρέξειν εἰς τὸ κοινὸν τῶν Ἀρκάδων ὁπόσους τις προσκαλοῑτο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> (η μτχ. ουδ. ενεστ. απολ.) <i>παρέχον</i><br />εφόσον μπορεί [[κανείς]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. απολ.) <i>παρασχόν</i><br />[[αφού]] κατέστη δυνατόν να...<br /><b>10.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρέχομαι</i><br />α) [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]] κάποιον από τα δικά μου [[υπάρχοντα]]<br />β) [[σχηματίζω]] («παρέχεται λίμνην ὁ [[πόντος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (σχετικά με ψυχικά χαρίσματα) [[επιδεικνύω]] («πᾱσαν προθυμίην παρεχόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) έχω να παρουσιάσω, να επιδείξω<br />ε) [[παρουσιάζω]] κάποιον να έχει μια [[ιδιότητα]] («ἄρχοντα παρείχοντο Ὀρτάνεα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) (για πρέσβεις) [[αντιπροσωπεύω]]<br />ζ) [[υπόσχομαι]]<br />η) (με αριθμητικό) [[ανέρχομαι]], [[συμποσούμαι]] σε...<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρέχω]] δόξαν τινός» — [[φαίνομαι]] ή [[μοιάζω]] σαν...<br />β) «[[παρέχω]] πίστιν τινί» — [[δίνω]] αποδείξεις, [[πιστοποιώ]]<br />γ) «σιγὴν [[παρέχω]]» — [[σιωπώ]], [[παύω]]<br />δ) «[[παρέχω]] ἡσυχίαν» — [[ησυχάζω]], [[είμαι]] [[ήσυχος]]<br />ε) «[[παρέχω]] έμαυτόν τινι»<br />i) παραδίδομαι σε κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό<br />ii) υποτάσσομαι<br />iii) (για [[γυναίκα]]) εκδίδομαι<br />στ) «[[παρέχω]] [[ἔργον]]» — [[προκαλώ]] κόπο, [[κούραση]]<br />ζ) «[[παρέχω]] ἐργασίαν» — [[επιφέρω]] κόπους ή ενοχλήσεις, [[κουράζω]]<br />η) «[[παρέχω]] κόπους» — [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]]<br />θ) «[[παρέχω]] πράγματα» — [[προξενώ]] δυσχέρειες σε κάποιον<br />ι) «[[παρέχω]] τινί αἴσθησίν τίνος» — [[επισύρω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], [[κάνω]] κάποιον να παρατηρήσει [[κάτι]]<br />ια) «[[παρέχω]] αἴσθησιν» — [[γίνομαι]] [[αισθητός]], [[αντιληπτός]]<br />ιβ) «παρέχομαι μάρτυρα»<br />(ως [[δικανικός]] όρος) [[προσάγω]], [[φέρνω]] μάρτυρα στο δικαστήριο<br />ιγ) «παρέχομαι [[τεκμήριον]]» και «παρέχομαι ἐκμαρτυρίαν» και «παρέχομαι μαρτυρίαν» — [[παρουσιάζω]] αποδεικτικό [[στοιχείο]]<br />ιδ) «πάρεχ' ἐκποδὼν» ή «πάρεχε» — παραμέρισε, κάνε [[τόπο]], πήγαινε από 'δω<br />ιε) «μαντήϊα παρέχομαι» — [[μαντεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρέχω:''' μέλ. [[παρέξω]] ή [[παρασχήσω]], παρακ. <i>παρέσχηκα</i>, αόρ. βʹ [[παρέσχον]], Επικ. απαρ. [[παρασχέμεν]], προστ. <i>παράσχες</i>· ποιητ. επίσης <i>παρέσχεθον</i>, απαρ. [[παρασχεθεῖν]].<br /><b class="num">Α.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω [[κάτι]] έτοιμο, [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[τροφοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., πᾶσι [[παρέξω]], θα φροντίσω για όλα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίνω]], [[προξενώ]], [[παρέχω]], [[προσφέρω]], <i>φιλότητα</i>, <i>εὐφροσύνην</i>, σε Όμηρ.· <i>ὄχλον</i>, σε Ηρόδ.· [[χάριν]] εὔνοιαν, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[προτείνω]] ή [[προσφέρω]] για κάποιο λόγο, με απαρ., (<i>ὀΐες</i>) παρέχουσι [[γάλα]] [[θῆσθαι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[παρέχω]] τὸ [[σῶμα]] τύπτειν, σε Αριστοφ.· [[παρέχω]] ἑαυτόν τινι ἐρωτᾶν, σε Πλάτ.· απ' όπου απόλ., υποτάσσομαι, παραδίδομαι σε κάποιον, <i>ἰατροῖς παρέχουσι ἀποτέμνειν</i>, σε Ξεν.· πάρεχε [[ἐκποδών]], πήγαινε από δω! ([[φύγε]]!), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αυτοπαθ. αντων. και κατηγορ., [[προβάλλω]] ή [[παρουσιάζω]] τον εαυτό μου ως..., [[παρέχω]] ἑαυτὸν σοφιστήν, σε Πλάτ.· <i>εὐπειθῆ</i>, σε Ξεν.· [[παρέχω]] γῆν [[ἄσυλον]], [[προσφέρω]] τη [[χώρα]] ως [[άσυλο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[επιτρέπω]], [[δίνω]], <i>σιγὴν παρασχών</i>, σε Σοφ.· με απαρ., [[επιτρέπω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ. (όπου μπορεί να προστεθεί η [[λέξη]] ὁ [[καιρός]]), <i>παρέχει τινί</i>, με απαρ., επιτρέπεται, είναι εύκολο, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, ουδ. ως μτχ. απόλ., <i>παρέχον</i>, είναι στη [[δύναμη]] κάποιου, εφόσον [[κάποιος]] μπορεί, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> σε Αττ., [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόσωπο]] [[κατόπιν]] διαταγής ή πρόσκλησης, σε Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., <i>παρέχομαι</i>, μέλ. <i>-έξομαι</i> και [[σχήσομαι]], Παθ. (με Μέσ. [[σημασία]]) παρακ. <i>-έσχημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] από τον εαυτό μου, [[δίνω]] [[κάτι]] από τα δικά μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], [[παράγω]], <i>κροκοδείλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]] από τη [[μεριά]] μου, <i>προθυμίαν</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στο Αττ. [[δίκαιο]], <i>παρέχεσθαί τινα μάρτυρα</i>, [[παρουσιάζω]] ένα μάρτυρα υπεράσπισης, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρουσιάζω]] ως δικό μου, <i>ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα</i>, [[αναγνωρίζω]] κάποιον ως άρχοντα ή στρατηγό, σε Ηρόδ.· [[παρέχω]] πόλιν, λέγεται για πρεσβευτή, [[εκπροσωπώ]] την πόλη, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b>[[προσφέρω]], [[υπόσχομαι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">V.</b> [[καθιστώ]] κάποιον έτσι ή [[αλλιώς]] απέναντί μου, <i>παρασχέσθαι θεὸνεὐμενῆ</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">VI.</b> στην Αριθμητική, συνυπολογίζομαι, [[υπολογίζομαι]], συναριθμούμαι, <i>παρέρχονται ἡμέρας διηκοσίας</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}