πειθάνωρ: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο πειθόμενος, ο [[ευπειθής]] στους άνδρες, ο [[υπάκουος]] («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψευδ</i>-<i>άνωρ</i>].
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο πειθόμενος, ο [[ευπειθής]] στους άνδρες, ο [[υπάκουος]] («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψευδ</i>-<i>άνωρ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πειθάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], σε Αισχύλ.
}}
}}