πάσσαλος: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, αττ. τ. [[πάτταλος]], Α<br /><b>1.</b> [[ράβδος]] από [[ξύλο]] με μυτερό το ένα [[άκρο]] για να μπορεί να μπήγεται στο [[έδαφος]], [[παλούκι]] («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[πάσσαλος]] πασσάλῳ ἐκκρούεται» — το [[κακό]] καταπολεμάται με [[κακό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> επίμηκες [[στέλεχος]], κυλινδρικής ή πρισματικής διατομής, από [[ξύλο]], [[μέταλλο]] ή οπλισμένο [[σκυρόδεμα]], που εμπηγνύεται ή διαμορφώνεται [[μέσα]] στο [[έδαφος]] και χρησιμεύει για τη [[θεμελίωση]] δομικών έργων σε σαθρά εδάφη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[καρφί]] που μπήγεται στον τοίχο («παττάλους ἐνέκρουε εἰς τὸν τοῑχον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφήνα]] για [[διάνοιξη]] οπών<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] ξύλου με το οποίο οι μάγειροι άνοιγαν το [[στόμα]] σφαγμένου χοίρου και έβγαζαν τη [[γλώσσα]] του<br /><b>4.</b> [[πέος]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[μηδὲ]] πάσσαλον ἔχω» — δεν έχω [[παρά]] μόνο μηδαμινά πράγματα<br />β) «[[μηδὲ]] πάτταλον [[καταλείπω]]» — [[ερημώνω]] και [[διαρπάζω]] τα [[πάντα]]<br />γ) «παττάλου γυμνότερος» — λεγόταν για πολύ φτωχό άνθρωπο<br />δ) «[[εἶναι]] ἐν πασσάλοις» — [[είναι]] [[άχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πάσσαλος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πάκy</i>-<i>αλος</i>) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>p</i><i>ā</i><i>k</i>- / <i>p</i><i>ә</i><sub>2</sub><i>k</i>- του [[πήγνυμι]] με άηχο ουρανικό [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>paciscor</i>, <i>pax</i>, γοτθ. <i>f</i><i>ā</i><i>han</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. [[πάσσων]] με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>αλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κνώδων]]: <i>κνώδ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Υγρό [[επίθημα]] εμφανίζεται με διαφορετικό σχηματισμό και στο λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>lus</i> «[[χάρακας]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>pak</i>-<i>slo</i>-). Τη λ. [[πάσσαλος]] δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>pessulus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πήγνυμι]] για την [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού ουρανικού συμφώνου στη [[ρίζα]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, αττ. τ. [[πάτταλος]], Α<br /><b>1.</b> [[ράβδος]] από [[ξύλο]] με μυτερό το ένα [[άκρο]] για να μπορεί να μπήγεται στο [[έδαφος]], [[παλούκι]] («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[πάσσαλος]] πασσάλῳ ἐκκρούεται» — το [[κακό]] καταπολεμάται με [[κακό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> επίμηκες [[στέλεχος]], κυλινδρικής ή πρισματικής διατομής, από [[ξύλο]], [[μέταλλο]] ή οπλισμένο [[σκυρόδεμα]], που εμπηγνύεται ή διαμορφώνεται [[μέσα]] στο [[έδαφος]] και χρησιμεύει για τη [[θεμελίωση]] δομικών έργων σε σαθρά εδάφη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ξύλινο [[καρφί]] που μπήγεται στον τοίχο («παττάλους ἐνέκρουε εἰς τὸν τοῑχον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφήνα]] για [[διάνοιξη]] οπών<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] ξύλου με το οποίο οι μάγειροι άνοιγαν το [[στόμα]] σφαγμένου χοίρου και έβγαζαν τη [[γλώσσα]] του<br /><b>4.</b> [[πέος]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[μηδὲ]] πάσσαλον ἔχω» — δεν έχω [[παρά]] μόνο μηδαμινά πράγματα<br />β) «[[μηδὲ]] πάτταλον [[καταλείπω]]» — [[ερημώνω]] και [[διαρπάζω]] τα [[πάντα]]<br />γ) «παττάλου γυμνότερος» — λεγόταν για πολύ φτωχό άνθρωπο<br />δ) «[[εἶναι]] ἐν πασσάλοις» — [[είναι]] [[άχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πάσσαλος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πάκy</i>-<i>αλος</i>) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>p</i><i>ā</i><i>k</i>- / <i>p</i><i>ә</i><sub>2</sub><i>k</i>- του [[πήγνυμι]] με άηχο ουρανικό [[σύμφωνο]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>paciscor</i>, <i>pax</i>, γοτθ. <i>f</i><i>ā</i><i>han</i>) και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. [[πάσσων]] με [[υγρό]] [[επίθημα]] -<i>αλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κνώδων]]: <i>κνώδ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Υγρό [[επίθημα]] εμφανίζεται με διαφορετικό σχηματισμό και στο λατ. <i>p</i><i>ā</i><i>lus</i> «[[χάρακας]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>pak</i>-<i>slo</i>-). Τη λ. [[πάσσαλος]] δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>pessulus</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[πήγνυμι]] για την [[εναλλαγή]] άηχου και ηχηρού ουρανικού συμφώνου στη [[ρίζα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάσσᾰλος:''' Αττ. πάττ-, ὁ· Επικ. γεν. [[πασσαλόφι]]· ([[πήγνυμι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πάσσαλος]], [[παλούκι]] στο οποίο κρέμωνται ρούχα, όπλα, κ.τλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀπὸ [[πασσαλόφι]] ζυγὸν ᾕρεον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο [[τόξον]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ [[πασσαλόφι]] κρέμασεν [[φόρμιγγα]], στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στοματοδιαστολέας, [[φίμωτρο]], σε Αριστοφ.
}}
}}