3,274,131
edits
(31) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[παραστάτις]] ΜΑ, παραστάτιδα Ν [[παρίσταμαι]]<br />αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται [[κοντά]] για να βοηθήσει κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> η [[παραστάδα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται [[δεξιά]] και αριστερά της ωοθήκης τών αγγειόσπερμων [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[συνεπίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> α) (σε στρατιωτική [[παράταξη]]) [[καθένας]] από τους στρατιώτες που βρίσκονται στις δυο πλευρές ενός άλλου, [[συστρατιώτης]]<br />β. [[καθένας]] από τους άνδρες που πλαισιώνουν τον σημαιοφόρο [[κατά]] τις επίσημες παρελάσεις ή παρατάξεις για [[απόδοση]] τιμών<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> καθένα από τα όρθια ξύλα [[πάνω]] στα οποία προσδένονται τα παραρρύματα τών μικρών ιστιοφόρων πλοίων, ο [[μπαμπάς]] του κορακιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υπερασπιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[σύντροφος]]<br /><b>2.</b> [[βοηθός]], [[συνήγορος]]<br /><b>3.</b> (για θεό) [[προστάτης]]<br /><b>4.</b> (για χορευτές) ο [[προς]] τα [[δεξιά]] ή [[προς]] τα αριστερά [[σύντροφος]] στον χορό που [[είναι]] παρατεταγμένος στην [[ορχήστρα]]<br /><b>5.</b> [[ανώτατος]] [[υπάλληλος]] συλλόγου ή σωματείου<br /><b>6.</b> [[υπηρέτης]], [[θεράπων]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ παραστάται</i><br />οι υπηρέτες τών [[ένδεκα]], δηλ. τών κληρωτών αρχόντων στην Αθήνα που επόπτευαν τις φυλακές και φρόντιζαν για την [[εκτέλεση]] τών θανατικών ποινών<br /><b>8.</b> ο [[εξωτερικός]] [[κατακόρυφος]] [[κανόνας]] καταπέλτη<br /><b>9.</b> <b>ανατ.</b> το υοειδές [[οστό]] του τραχήλου<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) α) οι όρχεις<br />β) η [[επιδιδυμίδα]]<br />γ) οι σπερματικοί πόροι. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. [[παραστάτις]] ΜΑ, παραστάτιδα Ν [[παρίσταμαι]]<br />αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται [[κοντά]] για να βοηθήσει κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αρχιτ.</b> η [[παραστάδα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται [[δεξιά]] και αριστερά της ωοθήκης τών αγγειόσπερμων [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[συνεπίκουρος]]<br /><b>2.</b> <b>στρατ.</b> α) (σε στρατιωτική [[παράταξη]]) [[καθένας]] από τους στρατιώτες που βρίσκονται στις δυο πλευρές ενός άλλου, [[συστρατιώτης]]<br />β. [[καθένας]] από τους άνδρες που πλαισιώνουν τον σημαιοφόρο [[κατά]] τις επίσημες παρελάσεις ή παρατάξεις για [[απόδοση]] τιμών<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> καθένα από τα όρθια ξύλα [[πάνω]] στα οποία προσδένονται τα παραρρύματα τών μικρών ιστιοφόρων πλοίων, ο [[μπαμπάς]] του κορακιού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υπερασπιστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[σύντροφος]]<br /><b>2.</b> [[βοηθός]], [[συνήγορος]]<br /><b>3.</b> (για θεό) [[προστάτης]]<br /><b>4.</b> (για χορευτές) ο [[προς]] τα [[δεξιά]] ή [[προς]] τα αριστερά [[σύντροφος]] στον χορό που [[είναι]] παρατεταγμένος στην [[ορχήστρα]]<br /><b>5.</b> [[ανώτατος]] [[υπάλληλος]] συλλόγου ή σωματείου<br /><b>6.</b> [[υπηρέτης]], [[θεράπων]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ παραστάται</i><br />οι υπηρέτες τών [[ένδεκα]], δηλ. τών κληρωτών αρχόντων στην Αθήνα που επόπτευαν τις φυλακές και φρόντιζαν για την [[εκτέλεση]] τών θανατικών ποινών<br /><b>8.</b> ο [[εξωτερικός]] [[κατακόρυφος]] [[κανόνας]] καταπέλτη<br /><b>9.</b> <b>ανατ.</b> το υοειδές [[οστό]] του τραχήλου<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) α) οι όρχεις<br />β) η [[επιδιδυμίδα]]<br />γ) οι σπερματικοί πόροι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (παρίσταμαι),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που στέκεται δίπλα, [[υπερασπιστής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[στρατιώτης]] που συμπαρίσταται ([[προστάτης]] καλείται ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]), ενώ [[ἐπιστάτης]], ο [[στρατιώτης]] που στέκεται [[πίσω]] από κάποιον [[άλλο]]), σε Ηρόδ., Ξεν.· γενικά, [[σύντροφος]], [[υποστηρικτής]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[δεξιά]] ή στα αριστερά κάποιου στο Χορό, σε Αριστ. | |||
}} | }} |