πέλτη: Difference between revisions

606 bytes added ,  31 December 2018
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α<br />μικρή και [[ελαφρά]] [[ασπίδα]], [[χωρίς]] [[γύρο]], σχήματος μηνοειδούς, [[συνήθως]] [[πλεκτή]] από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]] τών πελταστών<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]] αλόγου<br /><b>3.</b> [[παλτό]], [[κοντάρι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δόρυ]], [[ακόντιο]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) [[λόγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για τ. θρακικής προέλευσης που συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] <i>pel</i>- του [[πέλμα]] και του λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]». Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[παρουσία]] δυσερμήνευτου -<i>τ</i>-. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pelta</i> και <i>peltastae</i> «πελταστές»].
|mltxt=η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α<br />μικρή και [[ελαφρά]] [[ασπίδα]], [[χωρίς]] [[γύρο]], σχήματος μηνοειδούς, [[συνήθως]] [[πλεκτή]] από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο [[δέρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]] τών πελταστών<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]] αλόγου<br /><b>3.</b> [[παλτό]], [[κοντάρι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δόρυ]], [[ακόντιο]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. Σούδ.) [[λόγχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για τ. θρακικής προέλευσης που συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] <i>pel</i>- του [[πέλμα]] και του λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]». Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[παρουσία]] δυσερμήνευτου -<i>τ</i>-. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pelta</i> και <i>peltastae</i> «πελταστές»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέλτη:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> μικρή ελαφριά [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] [[χωρίς]] [[στεφάνη]] γύρω της (<i>ἴτος</i>), ασπίδιο, Λατ. [[cetra]], αρχικά σε [[χρήση]] από τους Θράκες, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σώμα]] των <i>πελταστῶν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[στολίδι]] αλόγου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> = [[παλτόν]], [[ακόντιο]], [[κοντάρι]], σε Ξεν.
}}
}}