3,274,159
edits
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πένητας, ο / [[πένης]], -ητος, ΝΜΑ<br />αυτός που τα εισοδήματά του [[μόλις]] και [[μετά]] βίας επαρκούν για τη [[διατροφή]] του, [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) αυτός που στερείται [[κάτι]], [[ενδεής]] («χρημάτων πένητες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[κέλης]] <span style="color: red;"><</span> [[κέλομαι]])]. | |mltxt=και πένητας, ο / [[πένης]], -ητος, ΝΜΑ<br />αυτός που τα εισοδήματά του [[μόλις]] και [[μετά]] βίας επαρκούν για τη [[διατροφή]] του, [[φτωχός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) αυτός που στερείται [[κάτι]], [[ενδεής]] («χρημάτων πένητες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[κέλης]] <span style="color: red;"><</span> [[κέλομαι]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πένης:''' -ητος, ὁ ([[πένομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει για το καθημερινό [[ψωμί]] του, [[μεροκαματιάρης]], [[φτωχός]] [[άνθρωπος]], που διακρίνεται από τον <i>πτωχόν</i> ([[ζητιάνος]]), σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ. λέγεται για φτωχό άνθρωπο, [[δόμος]], σε Ευρ.· <i>ἐν πένητι σώματι</i>, στον ίδ.· με γεν., [[πένης]] χρημάτων, [[φτωχός]] από χρήματα, στον ίδ.· [[πένης]] [[φίλων]], σε Πλάτ.· συγκρ. [[πενέστερος]], σε Ξεν.· υπερθ. [[πενέστατος]], σε Δημ. | |||
}} | }} |