πλατύπυγος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά οπίσθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[τρόπιδα]], πλατιά [[καρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά οπίσθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[τρόπιδα]], πλατιά [[καρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» (<b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτύπῡγος:''' -ον ([[πυγή]]), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, <i>πλοῖα</i>, σε Στράβ.
}}
}}