πηχυαῖος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῑος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / πηχυαῑος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. <b>επιγρ.</b> πηχιαῑος, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος ενός πήχυ (α. «[[άνθρωπος]] με πηχυαίο [[ανάστημα]]» β. «πηχυαῑα ἀγάλματα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῆχυς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηχυαῖος:''' -α, -ον ([[πῆχυς]]), αυτός που έχει το [[μήκος]] ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}