πέρπερος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]] και ψευτιές, [[κενόδοξος]], [[φαντασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η μτγν. [[εμφάνιση]] της λ. [[πέρπερος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από τα λατ. <i>perperam</i> «ψεύτικα, εσφαλμένα» και <i>perperus</i> «[[εσφαλμένος]], [[φαύλος]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[απόσταση]] τών δύο τύπων. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>pařpti</i> «[[φουσκώνω]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που λέει μεγάλα [[λόγια]] και ψευτιές, [[κενόδοξος]], [[φαντασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η μτγν. [[εμφάνιση]] της λ. [[πέρπερος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από τα λατ. <i>perperam</i> «ψεύτικα, εσφαλμένα» και <i>perperus</i> «[[εσφαλμένος]], [[φαύλος]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[απόσταση]] τών δύο τύπων. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. <i>pařpti</i> «[[φουσκώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέρπερος:''' -ον, [[ματαιόδοξος]], [[καυχησιάρης]], σε Πολύβ.
}}
}}