περιχώομαι: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />οργίζομαι [[πάρα]] πολύ, εξοργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χώομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]], [[θυμώνω]]»].
|mltxt=Α<br />οργίζομαι [[πάρα]] πολύ, εξοργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χώομαι]] «οργίζομαι, [[αγανακτώ]], [[θυμώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιχώομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>περιχώσαντο</i>, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}