πρίνινος: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυνατός]] και [[τραχύς]], όπως ο [[πρίνος]] («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μύκητες πρίνινοι» — μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρῖνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πρίνο, πουρναρένιος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δυνατός]] και [[τραχύς]], όπως ο [[πρίνος]] («Ἀχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μύκητες πρίνινοι» — μανιτάρια που φύονται στις ρίζες τών πρίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρῖνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρίνῐνος:''' -η, -ον, κατασκευασμένος από τον [[πρῖνον]], Λατ. [[iligneus]], σε Ησίοδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[δρύινος]], δηλ. [[σκληρός]], [[τραχύς]], σε Αριστοφ.
}}
}}