προοιμιάζομαι: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[προοιμιάζω]] Μ και συνηρ. τ. [[φροιμιάζομαι]] Α [[προοίμιον]]<br />[[κάνω]] [[προοίμιο]], [[κάνω]] [[εισαγωγή]], [[προλογίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] σαν [[προοίμιο]], [[αναφέρω]] προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.<br />β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηνύω]], [[προαναγγέλλω]] («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχίζω]] την επίκλησή μου, [[αρχίζω]] να επικαλούμαι [[πρώτα]] («τούτους... [[φροιμιάζομαι]] θεούς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[εγκαινιάζω]] («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. τ. [[προοιμιάζω]] Μ και συνηρ. τ. [[φροιμιάζομαι]] Α [[προοίμιον]]<br />[[κάνω]] [[προοίμιο]], [[κάνω]] [[εισαγωγή]], [[προλογίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] σαν [[προοίμιο]], [[αναφέρω]] προλογικά (α. «προοιμιάζων ἔλεγεν ὁ Σολομών», Μεθόδ.<br />β. «τί φροιμιάζει νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προμηνύω]], [[προαναγγέλλω]] («οὐχ ὁρᾷς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἤδη προοιμιαζομένην;», Ωριγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αρχίζω]] την επίκλησή μου, [[αρχίζω]] να επικαλούμαι [[πρώτα]] («τούτους... [[φροιμιάζομαι]] θεούς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] την [[αρχή]], [[εγκαινιάζω]] («προοιμιάζεσθαι τὴν βασιλείαν τρισχιλίων πολιτῶν φόνῳ», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προοιμιάζομαι:''' Αττ. συνηρ. [[φροιμιάζομαι]]· μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>πεφροιμίασμαι</i>· αποθ.· κάνω πρόλογο, [[προοίμιο]], [[εισαγωγή]], σε Αισχύλ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., λέω με [[μορφή]] προλόγου, [[προτάσσω]], [[αναφέρω]] εισαγωγικά, [[φροιμιάζομαι]] θεούς, [[ξεκινώ]] με [[επίκληση]] σε αυτούς, σε Αισχύλ.· <i>τίφροιμιάζῃ;</i> σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>περφροιμιάσθω τοσαῦτα</i>, άφησε τόσα [[πολλά]] να ειπωθούν εισαγωγικά, σε Αριστ.
}}
}}