3,273,446
edits
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῡ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῡ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, είμαι [[ελλιπής]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |