προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συμβάλλω]], [[συντελώ]] και εγώ ή [[συνεισφέρω]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=Α<br />[[συμβάλλω]], [[συντελώ]] και εγώ ή [[συνεισφέρω]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσσυμβάλλομαι:''' Μέσ., [[συνεισφέρω]] [[επιπλέον]] ή συγχρόνως, <i>προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς</i>, συνέβαλε, συνετέλεσε στην [[προθυμία]] τους, σε Θουκ.
}}
}}