πρόσφατος: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσφατος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[γεγονός]], [[πράξη]], [[κατάσταση]]) αυτός που συνέβη [[πριν]] από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καινούργιος]], [[νέος]] (α. «οι πληγές [[είναι]] πρόσφατες» β. «καὶ οὐκ ἔστι πᾱν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σφάχθηκε ή που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[νωπός]], [[φρέσκος]] (α. «[[αἷμα]] πρόσφατον», Ιπποκρ.<br />β. «ἰχθύες πρόσφατοι», Αντιφάν.<br />γ. «[[ὕδωρ]] πρόσφατον» — [[νερό]] που αντλήθηκε [[πριν]] από λίγο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πρόσφατον</i><br />(για χρόνο) [[πριν]] από λίγο, τελευταία, πρόσφατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσφάτως</i> ΝΜΑ, και <i>πρόσφατα</i> Ν<br />(για χρόνο) [[πριν]] από λίγο, τελευταία (α. «πέθανε πρόσφατα» β. «πόλιν... προσφάτως... κατεσκευασμένην», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>, <i>πυρί</i>-<i>φατος</i>. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που φονεύθηκε ή που σφάχθηκε [[πριν]] από λίγο», η οποία αναφερόταν τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα, εξελίχθηκε σε τεχνικό όρο του κυνηγιού και της αλιείας και αργότερα χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[νωπός]], [[φρέσκος]]» και για υγρά, [[αίμα]], καρπούς κ.λπ. και τελικά για γεγονότα με τη σημ. «αυτός που συνέβη [[πριν]] από λίγο, τελευταία». Με αυτή τη σημ. η λ. καθιερώθηκε στη Νέα Ελληνική. Δυσερμήνευτη, [[τέλος]], [[είναι]] η [[χρήση]] της πρόθεσης [[πρός]] [[αντί]] της <i>πρό</i> για να δηλώσει χρονική [[εγγύτητα]] (<b>πρβλ.</b> και <i>πρόσ</i>-<i>παιος</i> «[[πρόσφατος]]», <i>προσ</i>-[[περνώ]] [[αντί]] του ορθού <i>προ</i>-[[περνώ]])].
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσφατος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[γεγονός]], [[πράξη]], [[κατάσταση]]) αυτός που συνέβη [[πριν]] από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καινούργιος]], [[νέος]] (α. «οι πληγές [[είναι]] πρόσφατες» β. «καὶ οὐκ ἔστι πᾱν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σφάχθηκε ή που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[νωπός]], [[φρέσκος]] (α. «[[αἷμα]] πρόσφατον», Ιπποκρ.<br />β. «ἰχθύες πρόσφατοι», Αντιφάν.<br />γ. «[[ὕδωρ]] πρόσφατον» — [[νερό]] που αντλήθηκε [[πριν]] από λίγο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πρόσφατον</i><br />(για χρόνο) [[πριν]] από λίγο, τελευταία, πρόσφατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσφάτως</i> ΝΜΑ, και <i>πρόσφατα</i> Ν<br />(για χρόνο) [[πριν]] από λίγο, τελευταία (α. «πέθανε πρόσφατα» β. «πόλιν... προσφάτως... κατεσκευασμένην», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>φατος</i>, <i>πυρί</i>-<i>φατος</i>. Η αρχική σημ. της λ. «αυτός που φονεύθηκε ή που σφάχθηκε [[πριν]] από λίγο», η οποία αναφερόταν τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα, εξελίχθηκε σε τεχνικό όρο του κυνηγιού και της αλιείας και αργότερα χρησιμοποιήθηκε με σημ. «[[νωπός]], [[φρέσκος]]» και για υγρά, [[αίμα]], καρπούς κ.λπ. και τελικά για γεγονότα με τη σημ. «αυτός που συνέβη [[πριν]] από λίγο, τελευταία». Με αυτή τη σημ. η λ. καθιερώθηκε στη Νέα Ελληνική. Δυσερμήνευτη, [[τέλος]], [[είναι]] η [[χρήση]] της πρόθεσης [[πρός]] [[αντί]] της <i>πρό</i> για να δηλώσει χρονική [[εγγύτητα]] (<b>πρβλ.</b> και <i>πρόσ</i>-<i>παιος</i> «[[πρόσφατος]]», <i>προσ</i>-[[περνώ]] [[αντί]] του ορθού <i>προ</i>-[[περνώ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσφᾰτος:''' -ον (πέφαμαι, Παθ. παρακ. του *[[φένω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σφαγιάστηκε [[μόλις]], πρόσφατα σκοτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[νωπός]], [[φρέσκος]], [[νέος]], σε Αισχύλ., Δημ.<br /><b class="num">III.</b> <i>πρόσφατον</i>, ως επίρρ. χρόνου, πρόσφατα, τελευταία, σε Πίνδ.
}}
}}