πρόσχημα: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[προέχω]]<br />[[πρόφαση]], [[δικαιολογία]] (α. «με [[πρόσχημα]] την [[ανεργία]] κλέβει [[συνεχώς]]» β. «[[πατήρ]]... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τηρώ]] τα προσχήματα» ή «[[κρατώ]] τα προσχήματα» — [[υποκρίνομαι]] με πειστικό τρόπο, [[φροντίζω]] να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μου<br />β) «[[αφήνω]] τα προσχήματα» — [[μιλώ]] και [[ενεργώ]] απροκάλυπτα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[προκάλυμμα]] («τὸ δὲ σῶφρον τοῡ ἀνάνδρου [[πρόσχημα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόλογος]] («[[πρόσχημα]] δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[Μίλητος]]... τῆς Ἰωνίης ἦν [[πρόσχημα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> μοναχικό [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. απολ.) με [[πρόφαση]], ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες [[πρόσχημα]] ἡμέας ἐξαιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[προέχω]]<br />[[πρόφαση]], [[δικαιολογία]] (α. «με [[πρόσχημα]] την [[ανεργία]] κλέβει [[συνεχώς]]» β. «[[πατήρ]]... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[τηρώ]] τα προσχήματα» ή «[[κρατώ]] τα προσχήματα» — [[υποκρίνομαι]] με πειστικό τρόπο, [[φροντίζω]] να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μου<br />β) «[[αφήνω]] τα προσχήματα» — [[μιλώ]] και [[ενεργώ]] απροκάλυπτα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που κρατείται [[μπροστά]] από κάποιον ή από [[κάτι]], [[προκάλυμμα]] («τὸ δὲ σῶφρον τοῡ ἀνάνδρου [[πρόσχημα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόλογος]] («[[πρόσχημα]] δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῡ λόγου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] («[[Μίλητος]]... τῆς Ἰωνίης ἦν [[πρόσχημα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή [[κατάσταση]]<br /><b>4.</b> μοναχικό [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> (η αιτ. απολ.) με [[πρόφαση]], ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες [[πρόσχημα]] ἡμέας ἐξαιτέονται», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσχημα:''' -ατος, τό (προ-έχω), αυτό που κρατιέται [[μπροστά]] για [[προφύλαξη]], απ' όπου:<br /><b class="num">I.</b> [[παραπέτασμα]], [[προκάλυμμα]], σε Θουκ.· [[πρόφαση]], [[προσποίηση]], [[πρόσχημα]], φαινομενική [[αιτία]], σε Σοφ.· ομοίως, [[πρόσχημα]] τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαι ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει, [[χρησιμοποιώ]] [[πρόσχημα]] ή [[τέχνασμα]] για να προχωρήσω [[εναντίον]] της Αθήνας, στον ίδ.· με απαρ., [[πρόσχημα]] ποιούμενοι μὴ προδώσειν, προφασιζόμενοι ότι δεν θα προδώσουν, σε Θουκ.· επίσης, [[πρόσχημα]] ποιεῖσθαί τι, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] [[παραπέτασμα]] ή [[προσωπείο]], σε Πλάτ.· [[πρόσχημα]], ως αιτ. απόλ., κατά [[πρόφαση]], [[ψευδώς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]], όπως η [[Μίλητος]] ονομάζεται [[πρόσχημα]] τῆς Ἰωνίης, το κύριο [[στολίδι]] της Ιωνίας, στον ίδ.· και οι Πυθικοί αγώνες, τὸκλεινὸν Ἑλλάδος [[πρόσχημα]] ἀγῶνος, σε Σοφ.· [[πρόσχημα]] τῆς τραγῳδίας, [[επίδειξη]] της τραγωδίας, σε Αριστοφ.
}}
}}