πτολίπορθος: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτόλις]], επικ. τ. του [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πορθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέρθω]] «[[ερημώνω]], [[αφανίζω]], [[λεηλατώ]]»)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτόλις]], επικ. τ. του [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πορθος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέρθω]] «[[ερημώνω]], [[αφανίζω]], [[λεηλατώ]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πτολίπορθος:''' [ῐ], -ον ([[πέρθω]]), αυτός που λεηλατεί ή κυριεύει πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
}}
}}