πυρέσσω: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πυρέττω]] Α [[πυρετός]]<br />έχω πυρετό.
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[πυρέττω]] Α [[πυρετός]]<br />έχω πυρετό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠρέσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπύρεξα</i>, παρακ. <i>πεπύρεχα</i> ([[πυρετός]])· είμαι [[άρρωστος]] με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}