3,277,055
edits
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ῥυσσός]], -ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] ζάρες, [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς [[μαστός]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥῡσός</i> / [[ῥυσσός]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στο θ. <i>Fῥῡ</i>- με σημ. «[[τραβώ]], [[ζαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἐρύω]] [Ι], <i>ῥῡτήρ</i>) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>σ</i>)<i>σός</i> που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>βλαι</i>-<i>σός</i>, [[γαμψός]]). Η [[σύνδεση]], [[ωστόσο]], με το [[ἐρύω]] δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (<b>βλ. λ.</b> <i>έρύω</i> [Ι]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>ῥῡσός</i> συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[ρυτίδα]]», λιθουαν. <i>ra</i><i>ū</i><i>kas</i>, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική [[τουλάχιστον]] [[σχέση]]]. | |mltxt=και [[ῥυσσός]], -ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] ζάρες, [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς [[μαστός]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥῡσός</i> / [[ῥυσσός]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στο θ. <i>Fῥῡ</i>- με σημ. «[[τραβώ]], [[ζαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἐρύω]] [Ι], <i>ῥῡτήρ</i>) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>σ</i>)<i>σός</i> που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>βλαι</i>-<i>σός</i>, [[γαμψός]]). Η [[σύνδεση]], [[ωστόσο]], με το [[ἐρύω]] δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (<b>βλ. λ.</b> <i>έρύω</i> [Ι]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>ῥῡσός</i> συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[ρυτίδα]]», λιθουαν. <i>ra</i><i>ū</i><i>kas</i>, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική [[τουλάχιστον]] [[σχέση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥῡσός:''' -ή, -όν (*ῥύω=[[ἐρύω]]), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[ξηρός]], τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], λέγεται για το [[κατσούφιασμα]], τη [[συνοφρύωση]], το [[αγριοκοίταγμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |