σάττω: Difference between revisions

1,893 bytes added ,  31 December 2018
6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[σάσσω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />σελώνω, [[σαμαρώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβυθίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς, [[γεμίζω]] [[μέχρι]] [[επάνω]] («πᾱς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ' ἢ κωρύκους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> [[παραφουσκώνω]], [[παραγεμίζω]]<br /><b>3.</b> [[τακτοποιώ]] [[κάτι]] εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα στρώματα («τὸν καρπὸν... σάττειν εἰς ἀγγεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] («σάττει τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[εφοδιάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα αναγκαία («σάξαντες ὕδατι [τὴν εἰσβολήν]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[πληρώ]], [[χορταίνω]], [[ικανοποιώ]] («σάττει καὶ πληροῑ τὴν ἐπιθυμίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>σάττομαι</i> και <i>σάσσομαι</i><br />α) (για [[πλοίο]]) επανδρώνομαι («[[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) (για πολεμιστή) οπλίζομαι, αρματώνομαι («ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι», <b>Θεόκρ.</b>)<br />γ) [[είμαι]] [[κατάφορτος]] («πημάτων σεσαγμένος», <b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) φορτώνομαι με μεγάλο [[βάρος]] («σὺν πορδακοῑσιν εἵμασιν σεγαγμένοι», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οικογένεια τεχνικών όρων άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[σάττω]] εμφανίζει δύο θέματα με άηχο και ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]]: <i>σακ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σάξις]], [[σάκτωρ]], [[σάκτας]]) και <i>σαγ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σαγή]], [[σάγμα]]). Κατά μία [[άποψη]], ο ενεστ. [[σάττω]] [[είναι]] [[αρχικός]] τ. και οι τ. [[σαγή]] και [[σάγμα]], αναλογικοί (<b>πρβλ.</b> [[πράσσω]]: [[πρᾶγμα]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αρχαιότερος θεωρείται ο σύνθ. κρητ. τ. <i>συνεσσάδδῃ</i> και ο ενεστ. [[σάττω]], [[προϊόν]] αναλογίας (<b>πρβλ.</b> [[τάσσω]]: [[ταγή]]: <i>τᾶγμα</i>). Η [[οικογένεια]] του [[σάττω]] με αρχική σημ. «[[γεμίζω]], [[σωρεύω]], [[στοιβάζω]]», από όπου «[[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], [[φορτώνω]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το σέλωμα, το [[σαμάρωμα]] και το [[φόρτωμα]] τών υποζυγίων. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του ρ. με την λ. [[σηκός]]].
|mltxt=ΝΑ, και ιων. τ. [[σάσσω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />σελώνω, [[σαμαρώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβυθίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς, [[γεμίζω]] [[μέχρι]] [[επάνω]] («πᾱς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ' ἢ κωρύκους», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> [[παραφουσκώνω]], [[παραγεμίζω]]<br /><b>3.</b> [[τακτοποιώ]] [[κάτι]] εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα στρώματα («τὸν καρπὸν... σάττειν εἰς ἀγγεῑα», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]] («σάττει τὴν γῆν περὶ τὸ [[φυτόν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[εφοδιάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα αναγκαία («σάξαντες ὕδατι [τὴν εἰσβολήν]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[πληρώ]], [[χορταίνω]], [[ικανοποιώ]] («σάττει καὶ πληροῑ τὴν ἐπιθυμίαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>σάττομαι</i> και <i>σάσσομαι</i><br />α) (για [[πλοίο]]) επανδρώνομαι («[[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων», <b>Ξεν.</b>)<br />β) (για πολεμιστή) οπλίζομαι, αρματώνομαι («ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι», <b>Θεόκρ.</b>)<br />γ) [[είμαι]] [[κατάφορτος]] («πημάτων σεσαγμένος», <b>Αισχύλ.</b>)<br />δ) φορτώνομαι με μεγάλο [[βάρος]] («σὺν πορδακοῑσιν εἵμασιν σεγαγμένοι», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οικογένεια τεχνικών όρων άγνωστης ετυμολ. Το ρ. [[σάττω]] εμφανίζει δύο θέματα με άηχο και ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]]: <i>σακ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σάξις]], [[σάκτωρ]], [[σάκτας]]) και <i>σαγ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σαγή]], [[σάγμα]]). Κατά μία [[άποψη]], ο ενεστ. [[σάττω]] [[είναι]] [[αρχικός]] τ. και οι τ. [[σαγή]] και [[σάγμα]], αναλογικοί (<b>πρβλ.</b> [[πράσσω]]: [[πρᾶγμα]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αρχαιότερος θεωρείται ο σύνθ. κρητ. τ. <i>συνεσσάδδῃ</i> και ο ενεστ. [[σάττω]], [[προϊόν]] αναλογίας (<b>πρβλ.</b> [[τάσσω]]: [[ταγή]]: <i>τᾶγμα</i>). Η [[οικογένεια]] του [[σάττω]] με αρχική σημ. «[[γεμίζω]], [[σωρεύω]], [[στοιβάζω]]», από όπου «[[εφοδιάζω]], [[εξοπλίζω]], [[φορτώνω]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το σέλωμα, το [[σαμάρωμα]] και το [[φόρτωμα]] τών υποζυγίων. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του ρ. με την λ. [[σηκός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάττω:''' αόρ. αʹ <i>ἔσαξα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐσάχθην</i>, παρακ. [[σέσαγμαι]]· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. [[ἐσεσάχατο]] (Η √<i>ΣΑΓ</i>, όπως στον Παθ. παρακ. [[σάγμα]], [[σάγος]], [[σάγη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συσκευάζω]], [[πακετάρω]] ή [[φορτώνω]], κανονικά [[φοράω]] το [[σαμάρι]] σε φορτηγά ζώα, τα [[φορτώνω]], τα [[σαμαρώνω]]· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· <i>χαλκῷ σεσαγμένοι</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εφοδιάζω]] με όλα τα αναγκαία πράγματα· <i>σάξαντες ὕδατι</i> (<i>τὴν εἰσβολήν</i>), έχοντας εφοδιάσει την [[επιχείρηση]] εισβολής (στην Αίγυπτο) με [[νερό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[υπερφορτώνω]], [[υπερπληρώ]], [[παραγεμίζω]] [[κάτι]] — Παθ., με γεν., <i>πημάτων σεσαγμένος</i>, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· [[τριήρης]] σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., [[ικανοποιώ]], [[χορταίνω]] [[κάτι]], σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., <i>χρυσῷ σαξάμενος πήρην</i>, στο ίδ. — Παθ., <i>σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν</i>, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> [[πιέζω]], [[συμπιέζω]], [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], στον ίδ.
}}
}}