σηρικός: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ</i>, <i>σηρός]] κατασκευασμένος από [[μετάξι]], [[μεταξωτός]], [[μετάξινος]], [[μεταξένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηρικόν</i><br />α) μεταξωτό [[ένδυμα]]<br />β) το κόκκινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σηρικά</i><br />τά τζίτζιφα.
|mltxt=και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ</i>, <i>σηρός]] κατασκευασμένος από [[μετάξι]], [[μεταξωτός]], [[μετάξινος]], [[μεταξένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηρικόν</i><br />α) μεταξωτό [[ένδυμα]]<br />β) το κόκκινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σηρικά</i><br />τά τζίτζιφα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σηρῐκός:''' -ή, -όν ([[Σήρ]]), [[σηρικός]] (ο προερχόμενος από τους [[Σήρες]]), δηλ. ο [[μεταξωτός]], σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή [[σιρικόν]], <i>τό</i>, μεταξωτό [[ένδυμα]], [[μετάξι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}