ῥώομαι: Difference between revisions

1,377 bytes added ,  31 December 2018
6
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ.τ.) <b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με [[ταχύτητα]], με [[ορμή]], [[σπεύδω]], [[εφορμώ]] («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χορευτές) [[εκτελώ]] γρήγορες κινήσεις<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[ῥώμη]], [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥω</i>- του <i>ῥεω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλώω]]: [[πλέω]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=Α<br />(επικ.τ.) <b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (συν. για πολεμιστή) κινούμαι με [[ταχύτητα]], με [[ορμή]], [[σπεύδω]], [[εφορμώ]] («πολλοὶ δὲ ἥρωες Ἀχαιοὶ τεύχεσιν ἐρρώσαντο περὶ πυρὴν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χορευτές) [[εκτελώ]] γρήγορες κινήσεις<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[ῥώμη]], [[ῥώννυμι]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥώννυμι]]). Αντίθετα, η [[άποψη]] ότι η λ. σχηματίστηκε από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥω</i>- του <i>ῥεω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλώω]]: [[πλέω]]) προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥώομαι:''' γʹ πληθ. παρατ. [[ἐρρώοντο]], Επικ. <i>ῥώοντο</i>· γʹ πληθ. αορ. <i>ἐρρώσαντο</i>· κινούμαι με [[ταχύτητα]] ή [[ορμή]], εκτοξεύομαι, εξαπολύομαι σαν [[βέλος]], [[ορμώ]], [[πηδώ]], [[εφορμώ]], ρίχνομαι, σε Όμηρ.· [[ῥώομαι]] περὶ [[πυρήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</i>, χόρευσαν γύρω από τον Αχελώο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χορὸνἐρρώσαντο</i>, εκτέλεσαν τον τρυφηλό χορό [[δυνατά]], ρωμαλέα, με [[ορμή]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</i>, γερά, [[δυνατά]] κινήθηκαν, έτρεξαν (οι δούλες) για να υποστηρίξουν το βασιλιά τους στο [[βάδισμα]] (δηλ. τον Ήφαιστο), σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[γούνατα]] ἐρρώσαντο, κινήθηκαν με [[ορμή]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα μαλλιά, [[ἐρρώοντο]] [[μετὰ]] πνοιῇς ἀνέμοιο, κυμάτιζαν στην [[πνοή]] του ανέμου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}