σκατοφάγος: Difference between revisions

6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σκατοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει [[κόπρανα]] ή ακαθαρσίες, [[κοπροφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[σκατοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων<br />β) [[γένος]] δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο [[χρώμα]], της οικογένειας [[σκατοφαγίδες]], που αφθονεί στα λιβάδια και αναπαράγεται [[μέσα]] στα περιττώματα τών αγελάδων, όπου οι προνύμφες του επιταχύνουν την αποσύνθεσή τους, κν. [[σκατόμυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] του Ασκληπιού, λόγω της συνήθειάς του να δοκιμάζει ακαθαρσίες για διαγνωστικούς σκοπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῶρ]], <i>σκατός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. με την επιστημον. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>scatophagidae</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[σκατοφάγος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που τρώει [[κόπρανα]] ή ακαθαρσίες, [[κοπροφάγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[σκατοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> α) παλαιότερη [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων<br />β) [[γένος]] δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο [[χρώμα]], της οικογένειας [[σκατοφαγίδες]], που αφθονεί στα λιβάδια και αναπαράγεται [[μέσα]] στα περιττώματα τών αγελάδων, όπου οι προνύμφες του επιταχύνουν την αποσύνθεσή τους, κν. [[σκατόμυγα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσωνυμία]] του Ασκληπιού, λόγω της συνήθειάς του να δοκιμάζει ακαθαρσίες για διαγνωστικούς σκοπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῶρ]], <i>σκατός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η λ. με την επιστημον. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>scatophagidae</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
}}
}}