3,274,216
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]]. | |mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |