3,277,048
edits
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να στρέφει [[κανείς]] [[κάτι]] ή το να στρέφεται ο [[ίδιος]], [[αλλαγή]] μετώπου ή κατεύθυνσης («[[στροφή]] [[προς]] τα [[πίσω]]»)<br /><b>2.</b> [[καμπή]] ή [[διακλάδωση]] οδού («ο [[δρόμος]] αυτός [[είναι]] [[γεμάτος]] στροφές»)<br /><b>3.</b> (στην αρχ. μετρ.) ρυθμική [[ενότητα]] της αρχαίας ποίησης που αποτελείται από κώλα ή στίχους ή περιόδους και η οποία στο σύνθετο από συστήματα [[ποίημα]] αντιστοιχεί με μία [[άλλη]], όμοια [[τεχνικώς]], που αποτελεί τη ρυθμική [[απόδοση]] και επανάληψή της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιστροφική [[κίνηση]] [[γύρω]] από άξονα («κάνε μια [[στροφή]] να δω το φόρεμά σου»)<br /><b>2.</b> (στη μετρ.) [[ομάδα]] δύο ή περισσότερων στίχων με πλήρη ρυθμική [[αλλά]] όχι απαραίτητα και [[λογική]] [[ενότητα]], που αποτελεί βασική [[μονάδα]] τών στιχουργικών συστημάτων και οφείλει την [[ονομασία]] της στην ολοκληρωμένη κυκλική [[κίνηση]] που πραγματοποιούσε ο [[χορός]] [[γύρω]] από την [[ορχήστρα]] του αρχαίου θεάτρου απαγγέλλοντας τον αντίστοιχο αριθμό στίχων<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> η [[αλλαγή]] πορείας του πλοίου [[προς]] τα [[δεξιά]] ή αριστερά υπό την [[ενέργεια]] του πηδαλίου του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απασχόληση]], [[επάγγελμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] και, [[κυρίως]], [[επάνοδος]] που πραγματοποιείται [[κατά]] περιόδους<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[κάμψη]]<br /><b>3.</b> [[ελιγμός]] που κάνουν οι παλαιστές για την [[εξαπάτηση]] του αντιπάλου<br /><b>4.</b> [[κίνηση]] του χορού στην [[ορχήστρα]], [[καθώς]] και το [[μέλος]] που τραγουδούσε ο [[χορός]] [[κατά]] την [[κίνηση]] αυτή<br /><b>5.</b> (για μέταλλα) [[μεταλλαγή]], [[μεταστοιχείωση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πανουργία]], [[τέχνασμα]] για [[διαφυγή]] ή [[παραπλάνηση]] («δημηγόρους δ' ἤκουσεν εὐπειθεῑς στροφὰς [[δῆμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) (για [[λέξη]]) [[διαστρέβλωση]]<br />γ) [[μεταστροφή]] («τὰς στροφὰς τοῡ βίου», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[στροφαί]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστραπαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στροφ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[στρέφω]]. Η λ. [[στροφή]] δηλώνει την [[ενέργεια]], την [[πράξη]] του ρ. [[στρέφω]] και διακρίνεται [[έτσι]] από το αρσ. [[στρόφος]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να στρέφει [[κανείς]] [[κάτι]] ή το να στρέφεται ο [[ίδιος]], [[αλλαγή]] μετώπου ή κατεύθυνσης («[[στροφή]] [[προς]] τα [[πίσω]]»)<br /><b>2.</b> [[καμπή]] ή [[διακλάδωση]] οδού («ο [[δρόμος]] αυτός [[είναι]] [[γεμάτος]] στροφές»)<br /><b>3.</b> (στην αρχ. μετρ.) ρυθμική [[ενότητα]] της αρχαίας ποίησης που αποτελείται από κώλα ή στίχους ή περιόδους και η οποία στο σύνθετο από συστήματα [[ποίημα]] αντιστοιχεί με μία [[άλλη]], όμοια [[τεχνικώς]], που αποτελεί τη ρυθμική [[απόδοση]] και επανάληψή της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιστροφική [[κίνηση]] [[γύρω]] από άξονα («κάνε μια [[στροφή]] να δω το φόρεμά σου»)<br /><b>2.</b> (στη μετρ.) [[ομάδα]] δύο ή περισσότερων στίχων με πλήρη ρυθμική [[αλλά]] όχι απαραίτητα και [[λογική]] [[ενότητα]], που αποτελεί βασική [[μονάδα]] τών στιχουργικών συστημάτων και οφείλει την [[ονομασία]] της στην ολοκληρωμένη κυκλική [[κίνηση]] που πραγματοποιούσε ο [[χορός]] [[γύρω]] από την [[ορχήστρα]] του αρχαίου θεάτρου απαγγέλλοντας τον αντίστοιχο αριθμό στίχων<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> η [[αλλαγή]] πορείας του πλοίου [[προς]] τα [[δεξιά]] ή αριστερά υπό την [[ενέργεια]] του πηδαλίου του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απασχόληση]], [[επάγγελμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]] και, [[κυρίως]], [[επάνοδος]] που πραγματοποιείται [[κατά]] περιόδους<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[κάμψη]]<br /><b>3.</b> [[ελιγμός]] που κάνουν οι παλαιστές για την [[εξαπάτηση]] του αντιπάλου<br /><b>4.</b> [[κίνηση]] του χορού στην [[ορχήστρα]], [[καθώς]] και το [[μέλος]] που τραγουδούσε ο [[χορός]] [[κατά]] την [[κίνηση]] αυτή<br /><b>5.</b> (για μέταλλα) [[μεταλλαγή]], [[μεταστοιχείωση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πανουργία]], [[τέχνασμα]] για [[διαφυγή]] ή [[παραπλάνηση]] («δημηγόρους δ' ἤκουσεν εὐπειθεῑς στροφὰς [[δῆμος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) (για [[λέξη]]) [[διαστρέβλωση]]<br />γ) [[μεταστροφή]] («τὰς στροφὰς τοῡ βίου», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[στροφαί]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἀστραπαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στροφ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[στρέφω]]. Η λ. [[στροφή]] δηλώνει την [[ενέργεια]], την [[πράξη]] του ρ. [[στρέφω]] και διακρίνεται [[έτσι]] από το αρσ. [[στρόφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στροφή:''' ἡ ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στρίψιμο]], [[καθοδήγηση]] σε [[στροφή]], π.χ. ενός αλόγου, σε Ξεν.· <i>ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων</i>, στρέφοντας τα μάτια, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[συστροφή]], [[καμπή]], [[ελιγμός]] τέτοιου είδους όπως αυτός που έκαναν οι παλαιστές προκειμένου να παραπλανήσουν τον αντίπαλό τους, σε Πλάτ.· μεταφ., [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[στροφή]] των χορευτών του Χορού (στη δραματική [[ποίηση]]), [[καθώς]] χόρευαν από το δεξιό προς το αριστερό [[μέρος]] της ορχήστρας ([[ὀρχήστρα]])· [[άσμα]] που τραγουδούσαν κατά την [[περιστροφή]] αυτή, η [[στροφή]], στην οποία αποκρινόταν η [[ἀντιστροφή]]. | |||
}} | }} |