σταθμητός: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»).
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
}}
}}