3,273,446
edits
(38) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] υφάσματος (α. «[[εἴλυμα]] σπείρων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «σπεῑρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σάβανο]]<br /><b>3.</b> [[ιστίο]] πλοίου<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπεῖρα]] με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται [[κανείς]]», από όπου προήλθε η σημ. «[[κομμάτι]] υφάσματος» (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σπείρα]])]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] υφάσματος (α. «[[εἴλυμα]] σπείρων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «σπεῑρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σάβανο]]<br /><b>3.</b> [[ιστίο]] πλοίου<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπεῖρα]] με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται [[κανείς]]», από όπου προήλθε η σημ. «[[κομμάτι]] υφάσματος» (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σπείρα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπεῖρον:''' τό, [[κομμάτι]] υφάσματος, [[εἴλυμα]] σπείρων, ύφασμα που περιτυλίγεται, [[περίβλημα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κακὰσπεῖρα</i>, άθλια ενδύματα, στο ίδ.· [[ἄτερ]] σπείρου, [[χωρίς]] [[σάβανο]], στο ίδ.· επίσης, [[ιστίο]], στο ίδ. | |||
}} | }} |